χαρτομάχαιρο

χαρτομάχαιρο
το, Ν
χαρτοκόπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + μαχαίρι. Η λ. στον πληθ. χαρτομάχαιρα, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαρτομάχαιρο — το βλ. χαρτοκόφτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοφτήρας — ο 1. κοπίδι. 2. χαρτομάχαιρο. 3. καθένα από τα μπροστινά δόντια των ανθρώπων και των ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”